ΣΑΜΙΩΤΙΚΑ ΚΑΛΥΒΙΑ

5414

Το σαμιώτικο «καλύβι» (ή αλλιώς, καλύβα) είναι ένα σπιτάκι κτισμένο με πρόχειρα υλικά συνήθως, πού βρίσκεται μέσα σε κάποιο αγρόκτημα και παρέχει προστασία από τις καιρικές συνθήκες, στους αμπελοκαλλιεργητές. Η ανάγκη για φύλαξη εργαλείων και εφοδίων για τις γεωργικές εργασίες δημιούργησε αυτές τις μικρές αποθήκες.

Σιγά-σιγά και κυρίως λόγω των αποστάσεων από το χωριό, άρχισε να μεγαλώνει, να γίνεται λίγο πιο ευρύχωρο, να δημιουργείται και πρόσθετος χώρος για τα ζώα, γιατί ο κόσμος δεν μπορούσε να πηγαινοέρχεται πρωί βράδυ και κοιμόταν στο καλύβι. Για το λόγο αυτό έφτιαξαν μία υποτυπώδη εστία για μαγείρεμα (τζάκι) και μια υπερυψωμένη ξύλινη κατασκευή για τον ύπνο. Μια σκάλα ξύλινη για να ανεβαίνουν, ένα στρώμα για όλους γεμισμένο με άχυρα ή φύκια -αν ήταν κοντά στη θάλασσα- ένα μακρύ μονοκόμματο μαξιλάρι και το κρεβάτι έτοιμο.

Από τα μεσά της τραβάκας κρεμόντανε σύρματα με γάντζο στην άκρη για να κρεμάνε το καλάθι με τα τρόφιμα, το ψωμί, τις πατάτες, τα κρεμμύδια, γιατί απρόσκλητοι επισκέπτες (ποντικοί ) ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να κάνουν τη ζημιά. Αργότερα κρεμάστηκε και το φανάρι πού έβαζαν τα φαγητά να τα προστατεύουν από τα έντομα. Δίπλα στο τζάκι, σε μια εσοχή του τοίχου (πουλίτσα) μια γυάλινη μπουκάλα λάδι, ένα σακουλάκι με χοντρό αλάτι κι ένα μπουκάλι ξύδι (γλυκάδι), τα απαραίτητα για τη μαγείρισσα. Δύο σανίδια στεριωμένα στον τοίχο ήταν τα ράφια για τα γυαλικά, μια γαβάθα, δύο τσίγκινα πιάτα κι ένα ποτήρι με τα κουταλοπήρουνα.

Στη μέση του καλυβιού ένα στρογγυλό χαμηλό τραπέζι, ο σοφράς στρωμένος με ένα σκούρο καρώ ύφασμα, πολυκαιρισμένο και λαδωμένο ενίοτε και τριγύρω κάνα δύο σκαμνάκια τα οποία τρίζανε αφόρητα σε κάθε σκύψιμο κι ένα τσούλι του αργαλειού κατάχαμα για να κάθονται τα παιδιά.

Στη μέση του σοφρά μια πήλινη γαβάθα, κοινή για όλους και μέσα τόσα κουτάλια όσα τα στόματα και ψωμί, κομμένο άτσαλα με το χέρι. Ένα παγούρι κρασί με δύο ποτηράκια για τους μεγάλους κι ένα αλουμινένιο μεγάλο κανάτι νερό για τους υπόλοιπους. Όλοι τρώγανε σιωπηλοί, χωρίς διαμαρτυρίες και μόλις τελείωναν ένα γρήγορο σφούγγισμα του στόματος με την ανάποδη του χεριού και έξω.

Πολλές φορές σε μια περιοχή υπήρχαν πολλά καλύβια που γειτόνευαν, οπότε δημιουργούνταν μικροί οικισμοί. Κάθε βράδυ μαζεύονταν όλοι και λέγανε ιστορίες και να τα γέλια και να οι σούμες, να οι σταφίδες, να τα καρύδια ,το νυχτέρι ήταν ότι καλύτερο. Χωρίς φως η νυχτερινή παρακολούθηση του έναστρου ουρανού ήταν μαγεία και μας έσπρωχνε σε συγκρίσεις αστεριών αλλά και στο θαυμασμό του Γαλαξία, που «οι μεγάλοι» μας λέγανε τότε ότι ήταν ο Ιορδάνης ποταμός.

Επειδή η νύχτα έχει τους δικούς της κινδύνους δε ξεμακραίναμε, δεν περπατάγαμε ξυπόλητοι και βάζαμε τη λουσέρνα στη μέση της αυλής και τότε μέσα από τα χορτάρια ξετρυπώνανε οι «φλατρούδες», κάτι αράχνες μικρές αλλά επικίνδυνες.

Μόλις σουρούπωνε ανάμεσα στα χόρτα έκαναν την εμφάνισή τους οι κολοφωτιές (πυγολαμπίδες) και τότε άρχιζε ένα ιδιαίτερο παιχνίδι, ποιος θα μαζέψει πιο πολλές μέσα σ’ ένα σπιρτοκούτι. Μετά τις απελευθερώναμε.

Τα πουλιά της νύχτας, κουκουβάγιες και μπούφοι,  με τις περίεργες κραυγές τους έδιναν μια μυστηριώδη υπόσταση στη νύχτα και ένα φτερούγισμα ή ένα κρώξιμο, έδιναν λαβή για ιστορίες μυστηρίου οι οποίες μας μάζευαν όλο και πιο κοντά στη φωτιά. Μερικές ιστορίες ήταν τόσο ζωντανές πού σε φευγαλέες ματιές μπορούσες να δεις μάτια σα κάρβουνα να σε κοιτάζουν, πού χάνονταν στο σκοτάδι και ξαναφαίνονταν πιο πέρα, πιο έντονα, πιο αχνά, χωρίς να τολμάς να πεις «να εκεί….», μη και σε πουν φοβητσιάρη. Λες να ήταν τίποτα; Μπα δε νομίζω. Αλλά καμιά φορά δεν ξέρεις….

-«Ποιος θα πάει να μάς φέρει ένα κρύο νερό απ’ τη φλέβα»; μας πείραζαν καμιά φορά.  Μετά απ’ αυτές τις ιστορίες ποιος να πάει; Ο ένας βαριόταν, ο άλλος νύσταζε τάχα, ο τρίτος χασμουριόνταν, «να…» μας πήγαινε!

Τις αυγές, μας ξύπναγε η μακρόσυρτη κραυγή ενός πουλιού, της αργολογούς (είδος μικρής κουκουβάγιας) όπως τη λέγανε, που μας καλούσε -λέει-στο αργολόιμα (ξεφύλλισμα). Όλοι ξυπνούσαν και άρχιζε η προετοιμασία, νύχτα ακόμα ενώ ο Αυγερινός στην Ανατολή σηματοδοτούσε την νέα μέρα. Τα τσακάλια με τις ιδιαίτερες κραυγές τους έφταναν αρκετά κοντά, αλλά το γαύγισμα του σκύλου τα κρατούσε σε απόσταση.

Πρωινή δουλειά και το μάζεμα του σανού μέσα σε μεγάλα τσουβάλια, τις «μπούρδες», γιατί το πρωί η δροσιά της νύχτας κρατούσε γλαρά τα φύλλα και δεν τριβόντουσαν. Το ίδιο και με τα χασίλια (βρώμη) στην εποχή τους. Αυτά τα κάνανε μεγάλα δέματα , τα φόρτωναν στα ζώα τέσσερα δέματα στην κάθε πλευρά και τα κουβαλούσαμε στο «ντάμι», αποθηκεύοντάς τα στον «τσάρκο» (υπερυψωμένος αποθηκευτικός χώρος), ήταν δε η κύρια τροφή για τα ζώα του σπιτιού.

Υπήρχαν και καλύβια μεγάλα και δίπατα με παράθυρα και διπλές πόρτες, με πατητήρια, με κοφτήρια και πιεστήρια, με «πολύμια» μεγάλα για το μούστο, με κιούπια για το λάδι, με τζάκια, με κρεβάτια πολλά, με κουρτινάκια στα παράθυρα, με αυλές στρωμένες με φτινάδες. Αλλά όλα είχαν κοντά τους μια πηγή με φρέσκο δροσερό νερό και μια στέρνα για να ποτίζουν τον κηπάκο με τα λαχανικά.

Πάντα γύρω απ τα καλύβια οι ιδιοκτήτες φύτευαν λουλούδια σε παρτεράκια, στους τοίχους, σε σούδες, σε αυλές.

Ζουμπούλια και κρίνους , σκυλάκια και τριανταφυλλιές, μενεξέδες και κόρες, μαντιά και κάθε λογής εποχιακά για να έχουν σχεδόν όλο το χρόνο.

Από του χρόνου τα γυρίσματα, σήμερα αρκετά καλύβια έχουν υποστεί μεγάλες φθορές, αλλά έχουν απομείνει στη Σάμο και πολλά καλοσυντηρημένα.

Το καθένα έχει την ιστορία του, έχει την αξία του, έχει να πει πολλά. Όταν περνάμε ας στήσουμε το αυτί μας , κάτι θα ακούσουμε, κάτι θα μας πει ο αέρας που φυσάει, μπορεί κι ο νοικοκύρης …  γιατί όχι;

(γράφει ο Γιώργος Διολέτης)