Φέτος, ο Συνεταιρισμός της Σάμου συμπληρώνει 90 ολόκληρα χρόνια ζωής και οινοποιητικής δημιουργίας. Με αφορμή αυτό το γεγονός, οι μνήμες και οι καταγραφές των ανθρώπων που βίωσαν γεγονότα συνδεδεμένα με την οινική παράδοση της Σάμου, αποτελούν τεκμήρια της ιστορικής διαδρομής του μοσχάτου.
Στο κείμενο που ακολουθεί, οι «μαούνες» της Σάμου αποκαλύπτουν τα μυστικά τους. Την έρευνα και την αφηγηματική τους περιγραφή υπογράφει γλαφυρά ο Βασίλης Τζανέλλης:
(γράφει ο Βασίλης Τζανέλλης sv8cyv@gmail.com)
Τα παλιά τα χρόνια εκείνα, αρκετά πριν τον πρώτο μεγάλο πόλεμο, τα λιμάνια του νησιού μας ήταν δύσκολα… Τα κρασοχώρια μας με τ’ αμπέλια τους στις πλαγιές του Καρβούνη και οι ακτές χαμηλά αλίμανες και αφιλόξενες για τα πλεούμενα. Όμως οι κρασέμποροι θέλανε την αυγουστιάτικη σοδιά, μα και τα κρασιά. Και το Καλοκαίρι έχει το μελτέμι που σηκώνει όρθια την θάλασσα και τα κύματα σκάνε με φοβέρα κάτω χαμηλά στις ακτές του Άγιου Κωνσταντίνου, στις ακτές στ’ Αυλάκια, ή στην Κοκκαριώτικη ακτή… Όμως όταν θέλει ο έμπορας βρίσκει τις λύσεις. Στέλνανε τα βαπόρια και σαν πέρναγαν ανοιχτά απ’ τον «Άγιο» κόβανε τα μίλια τους, ανακρατούσαν για λίγο τον δρόμο τους, σχεδόν «κράτει» και αμολούσαν μέσα στα κύματα βαρέλια. Πολλά άδεια δρύινα ιταλικά βαρέλια! Έτσι σιγά σιγά σπρωγμένα από το μελτέμι και αράδα εκείνα τα μεγάλα βαρέλια καβάλαγαν τα κύματα, τα ξέβραζε η θάλασσα στον Κάμπο στους Βουρλιώτες, στη Σβάλα και στις τριγύρω ακτές με τις «ταβέρνες»(1).
Με κάθε τρόπο, με κάρα, με τα ζώα, με τα λιγοστά φορτηγά, έφταναν στο Βαθύ στο Μαλαγάρι. Τότε ξανάρχονταν τα καράβια. Το ΦΡΙΝΤΩΝ, το ΜΑΣΑΖΕΡ ΜΑΡΙΤΙΜ, το ΑΛΜΠΕΡΤΑ, το ΕΛΣΗ… (2), το ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΧΑΣΤΑ. Έριχναν τα σίδερα και φουντάριζαν αρόδο από το Μαλαγάρι, ακόμη και μπροστά από τά προξενεία … (3) Τα ατμόπλοια άφηναν από τους μακρείς φουγάρους τους ένα πηχτό καπνό και με μια μακρόσυρτη μπουρουσιά, δήλωναν την παρουσία τους στο λιμάνι μας…
Καμιά εντύπωση δεν έκαναν στους περιπατητές της παραλιακής της πρωτευούσης… «Χαίρεται κύριε διευθυντά!» έλεγε με συστολή, σα συναπαντιόνταν στον απογευματινό περίπατο ο μικροέμπορος με τον κύριο διευθυντή των μεγάλων τραπεζών που έριχναν το υπεροπτικό βλέμμα τους στην μικρή πολιτεία. «Χαίρετε κύριε Ανάργυρε» έλεγε ο μικροεμποράκος στον μεγαλέμπορο… «Χαίρετε κύριε» έλεγε ο μαστοράκος σε κάθε καλοντυμένο πού συναπαντούσε στον δρόμο του… Και οι ακόμα πιο παρακατιανοί, ακουμπούσαν τις πλάτες τους στους τοίχους των μεγάλων προξενικών κτηρίων της παραλιακής και κρατώντας στριφογυριστά τις τραγιάσκες τους στα χέρια, σε θέση προσευχής, έσκυβαν ευλαβικά στο πέρασμα των περιπατητών της «άρχουσας τάξης». Οι κεφαλές της μικρής μας πόλης βαυκαλίζονταν στο όνειρο της μεγαλομανίας του «Πριγκιπάτου»… Περπατούσαν κορδωτοί και αδιαφορούσαν για τα μαυροβάπορα που φόρτωναν τον πλούτο του νησιού και έρχονταν τα κέρδη γι αυτούς…
Και οι αμπελουργοί από το ξημέρωμα μέχρι τη νύχτα, στις απότομες πλαγιές του Καρβούνη, στεγνοί, με το δέρμα τους αργασμένο σαν βακέτα απ’ τον ήλιο και τον αέρα, ξεχέρσωναν το βουνό απ’ τα πουρνάρια, σπάζαν την πέτρα και έχτιζαν πεζούλες. Για να φυτέψουν κι άλλες βέργες να πληθύνουν τ’ αμπέλια. Πάλευαν την φυλλοξήρα και τ’ άλλα μαράζια, μπας και μεγαλώσει το μερτικό τους και φάνε ένα κομμάτι γλυκό ψωμί…
Και τα ιταλικά βαρέλια με το Μοσχάτο που ήταν στημένα αράδα στην παραλία, φορτώνονταν στις μαούνες του λιμανιού. Πλεύριζαν τα βαπόρια και με τα βίντσια τους, τα σήκωναν από τις μαούνες και τα στοίβαζαν στα αμπάρια… Αγώνας και μόχθος βαρύς!… Σαν δεν έφταναν οι μαούνες, συνέτρεχαν και οι μπομπάρδες του Πάσχου, του Ραφαλιά, του Κουκούλη, αλλά και τα «περάματα» που έβγαιναν από τα θαυμαστά άξια χέρια του Μαραθοκαμπίτη Φλαμουράκη. Πέφτανε δίπλα στα γερμανικά, στα ολλανδικά και στ’ άλλα βαπόρια και αυτά σήκωναν και φόρτωναν με τα βίντσια τους τις δρύινες μπομπάρδες γεμάτες με το μοσχάτο!.. (4)
Τις θυμάμαι, χρόνια πριν, τις μαούνες αρόδο στο λιμάνι μας. Παιδιά ήμασταν και τις βλέπαμε νάναι εκεί, φαρδιές, βαριές, ακούνητες. Τι κι αν βάραγε ο Γραίος, τι κι αν είχε κατεβασιά απ’ το νοτιά…
Όταν τις τραβούσαν έξω, όλοι εμείς οι γαβριάδες που δεν μας ξέφευγε βάρκα και βαρκούλα, ποτέ δεν τις πλησιάζαμε, ποτέ δεν τολμούσαμε να ανεβούμε πάνω τους, έτσι τεράστιες, τρομακτικές μαυρόγκριζες όπως ήταν, ξαπλωμένες στη δυτική ακτή στο «Μαλαγάρι». Οι μαούνες στο λιμάνι της Σάμου τότε, μιλάμε για το 1965, ήταν ο «Βάκχος», η «Πολυξένη», ο «Διόνυσος», η «Μαρία», ο «Αθανάσιος» και ίσως άλλη μία.
Όμως μαούνες υπήρξαν σε φωτογραφίες στο λιμάνι μας από το 1870…
Δεν ξεχώριζε πλώρη ή πρύμνη. Το ίδιο η πλώρη, το ίδιο η πρύμνη. Μόνο μια υποδοχή είχαν μπρός πίσω που έμπαινε ένα τεράστιο κουπί για πηδάλιο, να τιμονεύονται λίγο πολύ όταν τις ρυμουλκούσαν τα καΐκια. Το μήκος τους, σε κάποιες απ’ αυτές, 25 μέτρα και βάλε. Λέγετε ότι χωρούσαν 80 τόνους. Φτιάχνονταν από τους μαγκιόρους καραβομαραγκούς των Καρλοβασίτικων ταρσανάδων. Ιδιοκτήτης τους από την ίδρυσή της, ήταν η « Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου» η ΕΟΣΣ όπως τη λέμε εμείς. Τότε που δεν υπήρχαν οχηματαγωγά πλοία να παίρνουν τις νταλίκες. Φορτώνονταν πάνω τους λοιπόν γεμάτα τά κρασοβάρελα από το Οινοποιείο της Σάμου, πλεύριζαν τα καράβια που στέκονταν αρόδο και τ’ ανέβαζαν με βίντσια… Συχνά, τις φόρτωναν και με «μπάλες» καπνού από τις καπναποθήκες της πόλης μας. Έξω δεν τις έβγαζαν ποτέ όλες μαζί. Οι επιδέξιοι βαρελάδες της ΕΟΣΣ μαζί με λιμενεργάτες, αναλάμβαναν ότι χρειάζονταν για τη συντήρηση τους. Ο Βαγγέλης και ο Σίμος Τζανής, ο μάστρο Κώστας ο Χαροχέρης, ο μάστρο Αντώνης Καραΐσκος, ο μάστρο Νίκος ο «Μπιρμπίλιας»… Και ο καπτάν Γιάννης ο Μανέτας, πάντα εκεί παρόν να τα φροντίζει όλα!
Τον θυμάμαι τον καπτάν Γιάννη, τεράστιο στα παιδικά μου μάτια. Οι πλάτες του σαν τοίχος και τα χέρια του σαν κουπιά. Και η καρδιά του χρυσή! Ώσπου αρχές της δεκαετίας του ’70 μπήκε στην γραμμή το «ΙΟΝΙΟ»… Έτσι, τα κρασιά φορτώνονταν πιά στις νταλίκες. Ήρθαν και τα δεξαμενόπλοια και το κρασί έφτανε στις δεξαμενές τους με τις μάνικες!
Τους ακούραστους εκείνους «εργάτες» του λιμανιού μας δεν τους χρειαζόταν κανείς πια. Βυθίστηκαν σιγά-σιγά έτσι από μόνες τους, σαν άχρηστο υλικό πού ήταν… Γιατί τσ άλογα τά σκοτώνουν όταν γεράσουν… Μπορεί κάποια από τα στραβόξυλα να εξακολουθούν να προβάλουν μέσα στο υγρό κοιμητήρι τους, στη λάσπη του βυθού…
Ακόμα και σήμερα, εκεί στα δυτικά του νέου λιμανιού της Σάμου, την παραλία που τις τραβούσαν έξω, εξακολουθεί ο κόσμος και την λέει: «στις μαούνες». Λίγοι όμως ξέρουν τώρα πια το γιατί…
- Έτσι λέγανε τις πέτρινες κρασαποθήκες
- Τα ονόματα των πλοίων μου τα είχε αναφέρει ο Νενεδιώτης γιατρός και συγγραφέας Κώστας Καλατζής.
- Κατά μήκος της παραλιακής προς το λιμάνι, μετά την πλατεία Πυθαγόρα, δέσποζαν τα κτήρια των Προξενείων διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών.
- Από την επιστολή του Τηνιακού Ιωάννη Ρήγου. Πρακτικά συνεδρίου 9-11 Μαΐου 1997 «Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ»
Σημείωση: Με το παραπάνω κείμενο προσπάθησα να παρουσιάσω μια εικόνα εποχής. Δεν είναι αποτέλεσμα συστηματικής έρευνας και πιθανώς περιέχει ανακρίβειες. Τα ονόματα που αναφέρω είναι από μνήμης και μερικά μπορεί να μην είναι σωστά, ή και να ξέχασα κάποια. Άς με συγχωρέσετε…
Ακόμη, βασίστηκα σε ιστορίες πού μου είχαν διηγηθεί χρόνια πριν ελάχιστοι γέροντες αμπελουργοί, αλλά και σε όσα λίγα μου μετέφεραν παιδιά και εγγόνια τους. Όλους τους ευχαριστώ!
Τέλος, θερμά ευχαριστώ τον καβοδέτη των λιμανιών μας για τις πολύτιμες πληροφορίες του σχετικά με τις μαούνες, Μανώλη Μανέτα, εγγονό και γιό ανθρώπων που δούλεψαν σκληρά στις μαούνες…
Φωτογραφίες:
Βαθύ 1894. Στο λιμάνι του Βαθιού, κατάφορτες με βαρέλια κρασί οι μαούνες ρυμουλκούνται προς τα κρασοκάραβα, από κωπήλατες λέμβους. Ο μαουνιέρης στο πίσω μέρος τιμονεύει.
Βαθύ 1919. Το λιμάνι του Βαθιού γεμάτο ιστιοφόρα και καΐκια. Διακρίνονται τέσσερις μαούνες.
1950. Σειρές βαρελιών στο Μαλαγάρι.
1955. Οι μαούνες φορτώνονται με μπάλες καπνών.