Οι δουλειές του «πατηριού»

3491

Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Γιάννη Δ. Κόκκα: Η ζωή στο χωριό και οι ασχολίες των κατοίκων της Λέκκας (χρονική περίοδος 1935-1953)

Τα σταφύλια ήταν αδειασμένα μέσα «στου πατήρ», αλλά κατά τέτοιο τρόπο που να μην βρίσκονταν πάνω στα μαγγάνια και να είχε μια γωνίτσα ελεύθερη, ούτως ώστε πατώντας τα λίγα-λίγα και στη συνέχεια μ’ ένα ξύλινο φτυάρι και πολύ προσεκτικά μην τυχόν και ξυστεί το δάπεδο, στοιβάζονταν σ’ αυτή τη γωνιά. Αυτό ήταν το πρώτο χέρι, που έφευγε ο περισσότερος μούστος και υπήρχε έτσι περισσότερη ελευθερία κινήσεων μέσα «στου πατήρ’». Πριν όμως αρχίσει το πάτημα, έπρεπε να μπει ένα σκουπάκι από θρούμπι ή θυμάρι που παντού υπήρχαν άφθονα, στην τρύπα του πατηριού για να μην πέφτουν «ράις» (ρόγες) μέσα «στου πουλήμ’».

Πατητήρι: Χρειάζονταν να ρίχνει και κάποια ματιά «στου πουλήμ», μην τυχόν και ξεχειλίσει. Γι’ αυτό απαραίτητο ήταν και για παν ενδεχόμενον, να υπάρχουν αποθηκευτικοί χώροι, όπως 1-2 χαρανιά «μπ’γαδουχάρανα».

Αφού τελείωνε το πρώτο χέρι, λίγα-λίγα κατέβαιναν απ’ τη στοίβα, πατιούνταν και στοιβάζονταν στην άλλη γωνιά. Έτσι τελείωνε και το δεύτερο χέρι. Ο όγκος τώρα είχε ελαττωθεί πολύ, στα μισά περίπου. Καλό ήταν να στηρίζεται ο «πατητής» σ’ ένα ματσούκι (ραβδί) γιατί αυτή η μάζα (σταφύλι-μούστος), γλιστράει πολύ. Τώρα ετοιμάζονταν η βαρέλα. Εν τω μεταξύ στραγγίζανε τα λιωμένα σταφύλια. Έμπαινε τώρα η μισή βαρέλα πάνω στην «τάψα» και στη συνέχεια η άλλη μισή και δένεται με τα 4 κλειδιά. Με το φτυάρι τώρα έμπαινε αυτή η μάζα μέσα στη βαρέλα. Δεν ήταν σωστό να γεμίσει μέχρι πάνω, γιατί δεν θα μπορούσε να πιεσθεί πολύ.

Αφού έβαζε ο «πατητής» όσα νόμιζε ότι ήταν αρκετά, τοποθετούσε πάνω ένα στρογγυλό χοντρό ξύλο, συνήθως όχι μονοκόμματο. Αυτή ήταν η «πίττα». Πάνω απ’ την «πίττα» υπήρχε ένας κρίκος (κρουκέλα), για να μπορούν να την τραβάνε εύκολα. Στην «πίττα» πάνω, τοποθετούσαν τα «τακάκια», δοκαράκια 40 πόντων περίπου, το καθένα, δυό-δυό ζευγαρωτά και σταυρωτά, σε 3-4 σειρές, «ντάνες».

Τώρα έρχονταν η σειρά της «μανέλας». Έμπαινε μέσα στην τρύπα της βάσης του αδραχτιού. Την τραβούσε σιγά-σιγά από δεξιά προς τα αριστερά, κάνοντας 90 μοίρες από τον κύκλο και στην συνέχεια με την άλλη τρύπα άλλο τόσο. Όταν νόμιζε ότι δεν πάει άλλο, άφηνε λιγάκι να στραγγίσει και άρχιζε τις αντίστροφες κινήσεις για το «μποσκάρισμα», μέχρι να ανεβεί ψηλά το αδράχτι. Έβγαζε τότε τα «τακάκια» και τα κλειδιά και άνοιγε στα δυό τη βαρέλα για να βγάλει ευκολότερα την «πίττα». Τα πιεσμένα σταφύλια (τσίπουρα) τα τοποθετούσε στην άδεια γωνιά. Ξαναγέμιζε τη βαρέλα μέχρι να τελειώσουν όλα. Αυτό ήταν το πρώτο χέρι του στυψίματος.

Τώρα έμενε λίγος μούστος και το λόγο είχε ο «κόπανος». Λίγα-λίγα τα ξάπλωνε στο πατητήρι και τα χτυπούσε με ένα ειδικό ξύλο, που να’ χει κάποια καμπούρα να τον διευκολύνει στο κοπάνισμα. Κοίταζε να λιώσει όποια ρόγα έμενε ύστερα από όλα αυτά, άθικτη. Ξανά πάλι στη βαρέλα για το δεύτερο χέρι στυψίματος.

Μερικοί παραγωγοί τα περνούσαν και τρίτο χέρι στυψίματος, αφού στο δεύτερο κοπάνισμα, πρόσθεταν και λίγο νεράκι να συμπαρασύρει λίγη γλύκα, μια και τα τελευταία στιψίματα έχουν περισσότερους βαθμούς.

Άλλοι πάλι νοικοκυραίοι, σταματούσαν στο δεύτερο στύψιμο, για να βγάλουν κάπως καλύτερη σούμα.

Ο μούστος μετριόνταν σε φορτώματα («γουμάρια»). Το γομάρι ήταν 80 οκάδες. Για να μην κάνουν λάθος ή αναγκάζονταν να έχουν καντάρια να ζυγίζουν το κάθε δερμάτι, είχαν ένα δοχείο που έμοιαζε με δύο κουβάδες κολλημένους ο ένας ανάποδα πάνω στον άλλο, που το έλεγαν «μέτρο» και χωρούσε 8 οκάδες. (1 οκά = 1280 γραμμάρια). Έβαζαν από 5 μέτρα σε κάθε δερμάτι.

Γ ια να μην τα χάνουν στο μέτρημα, έλεγαν φωναχτά το κάθε μέτρο να το ακούν όλοι και να διορθώσουν τυχόν λάθος. Έλεγαν μάλιστα μετά τον αριθμό και μια λέξη ή φράση, για να συγκρατιέται πιο εύκολα, όπως:

Πρίμου.

Δυό είνι τα μιτρουλάκια.

Τρία η Αγία Τριάδα.

Τέσσιρα ου Σταυρός.

Πέντι, Πασά μου κι λιβέντη.

Έξι, Καλό διάφουρου νσ τρέξει κι να καλουταξιδέψει κι την Πόλη ν’αγναντέψει.

Ιφτά είνι τα μέτρα κι’ όσου θέλεις μέτρα.

Ουχτώ είνι μι τ’ αυτό κούλμου κι ξιχειλιστό.

Ιννιά είνι κι μη νοιάζισι, παντρεύισι, ξινιάζισι.

Δέκα, γουμάρ, κόφτου ν’κουκύρ’.

(πηγή: Το κείμενο είχε δημοσιευθεί στο ένθετο «Καλούδια της γης» της εφημερίδας «Χαραυγή»)