(Βιωματική καταγραφή πρωτεργάτη ίδρυσης του Συνεταιρισμού Σάμου το 1934)
Σε χειρόγραφο κείμενο του (αποβιώσαντα πλέον) πρωτεργάτη συνεταιριστή Κωνσταντίνου Σιγουλάκη που φυλάσσεται στα ντοκουμενταρισμένα αρχεία του ΕΟΣ Σάμου, καταγράφονται πλήρως οι βιωματικές του εμπειρίες αλλά και οι προσωπικές του απόψεις σχετικά με το γιατί επιβαλλόταν από τις συνθήκες της εποχής η «’Ιδρυση της Ενώσεως Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου».
Ένα μικρό απόσπασμα αυτής της καταγραφής έρχεται στο φως της δημοσιότητας φέτος για πρώτη φορά, με αφορμή την επέτειο 90 ετών από την ίδρυση του Συνεταιρισμού Σάμου:
Συνεταιριστικές μνήμες 90 χρόνια μετά…
«…Θέλω να γράψω και εγώ δυο λόγια, για το ποια ήταν η αιτία που μας ανάγκασε να προβούμε σε αυτή την ενέργεια. Και ήτανε πολύ μεγάλη. Και πρώτα θέλω να γράψω ότι σήμερα (1984) από τους πρώτους αγωνιστές ευρισκόμαστε στη ζωή μόνο δύο. Ο σημαιοφόρος της όλης αυτής ιδέας και μοναδικός καθοδηγητής επίτιμος καθηγητής κ. Ιωάννης Αδαμόπουλος και ο γράφων (Κωνσταντίνος Σιγουλάκης) ως μέτοχος εις τον αγώνα.
Γιατί έπρεπε να δημιουργηθεί ο «Συνεταιρισμός»;
Θα γράψω αυτά τα ολίγα και πιστεύω να δώσω να καταλάβει ο καθένας την αναγκαιότητα του αναγκαστικού Συνεταιρισμού:
Η απόδοση γενικά των αμπελιών της Σάμου είναι μικρή. Λιπάσματα δεν υπήρχαν, δεν είχαν έλθει ακόμα σε εμάς. Οι πεδινές περιοχές καλλιεργούντο ως επί το πλείστο με καπνά και σιτάρια. Συστηματική καλλιέργεια, άρτια επιλεγμένη εργασία συντελείτο στα αμπέλι, ειδικά από τους αμπελουργούς των ορεινών περιοχών, γιατί ήταν το μοναδικό σχεδόν προϊόν τους.
Όταν δούμε σήμερα τα πεζούλια στα ορεινά σαμιώτικα αμπέλια θα συμπεράνουμε τον κόπο που καταβλήθηκε να γίνουν όλα αυτά. Μια δοκιμασία για τον αμπελουργό ήταν την εποχή του τρυγητού το απομακρυσμένο των αμπελιών. Δύσβατοι δρόμοι και προπάντως το αβέβαιο αν τελικά θα τα πάρει ο μεσίτης γιατί εν τω μεταξύ μπορούσε να τον σταματήσει ο έμπορος γιατί είχε κάνει την παρτίδα του, το «κάρικο» όπως λέγανε.
Μεγάλη ποσότητα μοσχάτων σταφυλιών γινόταν σταφίδα η οποία πουλούνταν με το καντάρι (44 οκάδες ). Ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής οινοποιούνταν για λογαριασμό των παραγωγών.
Οι παραγωγοί και η εκμετάλλευση
Κατώγια και καλύβια (στη Σάμο) ήταν γεμάτα βαρέλια. Από αυτό, άλλο έπιναν και άλλο πουλούσαν στα μη οινοπαραγωγικά χωριαά. Κατά την δεκαετία του 1920 έρχονταν Καλύμνιοι εμπόροι, έπαιρναν ένα μέρος μούστου και είχαν τη συνήθεια να πληρώνουν τον παραγωγό στα πατητήρι, πάνω στο σκέπασμα του πολυμνιού στη φτενάδα. Και το πλήρωναν μία λίρα χρυσή το εκατόλιτρο.
Οι οινέμποροι , περίπου 29 τον αριθμό και τριπλάσιοι οι μεσίτες στα χωριά, άλλοι από αυτούς ήταν συνεπείς και άλλους έφτυνες αίμα να πάρεις τα λεφτά σου. Οι περισσότεροι δε μεσίτες διατηρούσαν και μπακάλικα στα χωριά και οι περισσότεροι παραγωγοί καλύπτανε την αξία της σοδειάς των με διάφορα είδη. Πολλοί ήταν που χρέωναν και την επόμενη σοδειά. Ο μεσίτης έπαιρνε μούστο , αλλά έπαιρνε και σταφύλια. Άθλιες οι συνθήκες ζωής των αμπελουργών, πραγματικοί δούλοι των εμπόρων και των προπαντός των μεσιτών. Εκβιαστικές καταστάσεις, από κοντά πάντα το μεσίτη του χωριού. Στο χέρι του ήταν να μη σου πάρει τη σοδειά σου. Αυτός όριζε που θα ψηφίσεις αν σου δώσει δανεικά ή πότε θα πάνε τα παιδιά σου στη δουλειά του. Από μεροκάματα πολλές φορές όταν έπιανε βροχή στο χωράφι, κατά τις 10 ή 11 η ώρα, δεν είχε φαγητό το μεσημέρι. Σημειώσατε ότι οι μεσίτες στα χωρά ήταν οι πιο ευκατάστατοι και μεγάλοι κομματαρχαίοι…
Ο μούστος «βράζει», οι παραγωγοί κινητοποιούνται
Το 1932 οι έμποροι αφού πήρανε τα πεδινά ειδοποίησαν ότι στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές ότι δεν θα πάρουν κρασιά. Οι παραγωγοί πιεζόμενοι από την ωρίμανση του προϊόντος, με τα σταφύλια κομμένα στα αμπέλια, που από 10 μέτρα δεν μπορούσες να τα πλησιάσεις!
Το κρασί έβραζε και ο κόσμος το ίδιο. Άρχισε να ανησυχεί και να κάνει μεγάλες κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας. Ξεκίνησαν και πάλι δυναμικά οι συναντήσεις και οι προσπάθειες να οργανωθεί η Ένωση Συνεταιρισμών…»
(υπογράφει ο Κωνσταντίνος Σιγουλάκης, πρωτεργάτης δημιουργίας του Συνεταιρισμού της Σάμου)